Η θεά Πότνια Άρτεμις, πολιούχος της Φιλισταιϊκής πόλεως Ακκαρών.
Tο "Πότνια" σημαίνει "Δέσποινα, Κυρά, Αφέντρα", και αποτελεί κοινό επιθετικό προσδιορισμό για τις θεές που λατρεύονται στις ανακτορικές -όσο και στις κατοπινές, τις αρχαϊκές- πόλεις-κράτη του Αιγαίου, π.χ. Ήρα, Δήμητρα, Περσεφόνη, και Αθηνά).
ΒΡΕΘΗΚΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ
Η αρχαιολογία αποδεικνύει ότι η Πότνια Ασερά (δηλαδή η πανάρχαιη, προομηρική Άρτεμις), είναι η πολιούχος θεά της Ακκαρών.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν στην Ακκαρών ( Τελ Μικνέ ) μεταξύ των ετών 1981 - 1996 από την καθηγήτρια Τrude Dothan του Eβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ και τον ραββίνο Seymour Gitin του Ινστιτούτου Αρχαιολογικής Έρευνας της Ιερουσαλήμ W. F. Albright απέδειξαν ότι ο πολιούχος θεός της Ακκαρων είναι η Ptgyh ( Πότνια, τίτλος που απέδιδαν οι Φιλισταίοι στην Ασερά την σύζυγο του θεού Ελ και μητέρα του θεού Βάαλ ). Όπως βεβαιώνεται και από την επιγραφή που βρέθηκε μέσα στα Άγια των Αγίων ( το θρησκευτικό τμήμα ) του διοικητικού κέντρου της πόλης και που αναφέρει ότι ο βασιλιάς της Ακκαρών Akish γιος του Padi αφιερώνει τον ναό ( το θρησκευτικό τμήμα του διοικητικού κέντρου ) στην Ptgyh την κυρία του ( την θεά του ) ( S. Gitin, T. Dothan, and J. Naveh, "A Royal Dedicatory Inscription from Ekron," Israel Exploration Journal 47, 1997, σελίδες 9 -16 )
1) Demsky, Aaron. "The Name of the Goddess of Ekron: A New Reading," Journal of the Ancient Near Eastern Society vol. 25 (1997) pp.1-5.
2) M. G. Easton, Illustrated Bible Dictionary 1897.
3) Schoville, Keith; Stone Campbell Journal, Vol. 4, No. 1 ).
Οι Φιλισταίοι και οι Έλληνες Ι
Στο βιβλίο των εβραίων «Γένεσις» (21.32-34, 26.1-8) αναφέρεται ότι στην περιοχή Γέραρα της γης Χαναάν ο Φιλισταίος Βασιλιάς Αβιμέλεχ και ο αρχιστράτηγος του Φιχόλ έκαναν συμφωνία με τον Χαλδαίο μάγο (- Εβραίος = από το εβραϊκό Ιβρεί δηλ περάτης, πρόσφυγας, περαστικός από εκεί, καταγόμενος από την Χαλδαϊκή πόλη Ουρ της Μεσοποταμίας -) και κατ’επάγγελμα ψεύτη και δολοπλόκο Αβραάμ (δεύτερο μισό του 15ου αιώνα π.Χ.) ώστε να παραμείνει ο περιπλανώμενος μάγος μαύρης μαγείας Αβραάμ στη χώρα των Φιλισταίων για πολύ καιρό. Αναφέρεται επίσης ότι οι Φιλισταίοι είχαν σαν νόμισμα το ελληνικό ΔΙΔΡΑΧΜΟ από το 1500 π.Χ. (!)
(Λεξικά ΓΕΡΑΡΑ: γεραρός < αρχαία ελληνική < γεραίρω < γέρας γεραρός, -ά, -ό (λόγιο) αξιοσέβαστος, σεβαστός γεραρός < γεραίρω < γέρας < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gʷerH- (χαιρετίζω, επαινώ), ΓΕΡΑΡΟΣ = γέρος, μεγαλοπρεπής, συνώνυμα: γεραιός, γηραιός, (πληθυντικός) οἱ γεραροί: ιερείς (πληθυντικός) αἱ γεραραί: ιέρειες του Διονύσου - πανάρχαια πόλη της Παλαιστίνης – από το 2.000 π.Χ. - με ελληνικό όνομα και έλληνες κατοίκους),
Στο Δευτερονόμιο (2,23) αναφέρεται ότι οι Φιλισταίοι είχαν εγκατασταθεί στη νότια παραλιακή λωρίδα της Χαναάν – διάφορες πηγές λένε πριν από το 2.000 π.Χ. – και είχαν δημιουργήσει ομοσπονδία (Πεντάπολη) η οποία περιελάμβανε τις πόλεις Αζωτος, Ασκάλων, Ακκαρών ή Εκρών, Γάζα και Γαθ. Επίσης στην εύφορη κοιλάδα του Ιορδάνη είχαν δημιουργήσει άλλη μία πεντάπολη: Σόδομα, Γόμορα, Αδαμά (αδάμας- διαμάντι), Σεβωείμ (Σεβάσμια;) και Σηγώρ (Ζωγόρα = ζώων αγορά;)
Oι Φιλισταίοι, εκτός των άλλων, ήταν σαν λαός και σπουδαίοι μεταλλωρύχοι. Η κατεργασία των μετάλλων υπήρξε η μεγάλη ειδικότητά τους, κι αυτό τους έδινε μια ιδιαίτερη δύναμη. Οι εβραίοι αγόραζαν και τρόχιζαν τα γεωργικά τους εργαλεία στις πόλεις των Φιλισταίων.
«Φιλισταϊκή Πεντάπολη». Οι πόλεις αυτές ήσαν η Γάζα (Gaza), η Ασκάλων (Ashkalon/Ashkelon), η Ασσντόντ (Ashdod, η Άζωτος ή Άζωρος της Βίβλου), η Γαδ ή Γαθ/Γεθ (Gath) και η Εκρών (Ekron, η Ακκαρών κατά την Βίβλο)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βλέπε την διδακτορική διατριβή του Ν.Π. Ολυμπίου, Προϊσραηλιτικοί Ιεροί Χώροι και Ναοί εις την Παλαιστίνην. Χώροι Συνεχούς Ναοδομίας, Αθήναι 1984 σ.88,185,312,437.
Σχετικά με την Μυκηναϊκή παρουσία στην παλαιστινιακή τοποθεσία Μεγγιδώ βλ. τις πρόσφατες επιστημονικές ανακοινώσεις του καθηγητή του Τελ Αβίβ Assaf Yasur Landau, the many faces of colonization: 12th century Aegean
settlements in Cyprus and the Levant.
Ε. Παπαδοπούλου, Μινωϊκή και Μυκηναϊκή Παρουσία στην εγγύς Ανατολή
και ειδικότερα στην κοιλάδα του Ιορδάνου. Στις Περιλήψεις του διεθνούς Συνεδρίου Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ρόδος 7-11 Οκτωβρίου 2002, σ.22-23 και σ.26,
ΔΕΛΤΙΟΝ της Ελληνικής Εταιρείας Μεσανατολικών σπουδών, Δεκέμβριος 2001 Νο.1(1,σ.7, σχετικά με τις ανασκαφές του καθηγητού Αθ. Παπαδόπουλου στο Νεκροταφείο της θέσεως an Nag της Πρώιμης εποχής του Χαλκού, όπου παρατηρείται συνέχεια της λατρείας μέχρι και τους Βυζαντινούς χρόνους.
Μυκηναϊκά ευρήματα υπήρχαν και μέσα στο ναό του Σολομώντος.
Ειρήνη Λ. Μπουρδάκου, Ηρακλής Ο Εξερευνητής του Αρχαίου κόσμου σελ.47
Η ονομασία «Δαναοί» προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα «νταν-», που έχει σχέση με την έννοια «ροή» και «ποταμός», όπως και με κάποια πολύ πρώιμη ινδοευρωπαϊκή ποταμίσια θεά, κοινή π.χ. σε Κέλτες και Ινδούς, εξού και: π. Ηριδανός, π. Δάνουβις (Δούναβης), π. Δάναστρις (Δνείστερος), π. Δάναπρις (Δνείπερος), π. Τάναϊς (Ντον), π. Απιδανός, π. Ταναός, π. Ιάρδανος (στην Ηλεία, αλλά και ο π. Ιορδάνης στην Παλαιστίνη, όπως και ο π. Πλατανιάς στα Χανιά), Άδανα, κ.ά.
Οι Φιλισταίοι ήταν ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΣ, ΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΑΧΗΤΙΚΟΣ ΛΑΟΣ (φυλή των ΑΧΑΙΩΝ, με απίστευτη τόλμη και ζωτικότητα). Στον πόλεμο εναντίον του Ισραήλ διέθεταν 30.000 άμαξες (Σαμουήλ Α’ 13.5) και πλήθος στρατιωτών. Ως τον θάνατο του Ιησού του Ναυή διατηρούσαν όλη τη γη τους, δηλ. την μισή σημερινή Παλαιστίνη με ολόκληρη την παραλιακή ζώνη του σημερινού Ισραήλ. Ο Σαούλ, χρησιμοποιώντας τα δηλητήρια του άνθρακα και της πανούκλας, (τα Σεραφίν, τα οποία οι εβραίοι φύλαγαν στην Κιβωτό της Διαθήκης ) κατάφερε να νικήσει τους Φιλισταίους στην Γαβαά. Αργότερα όμως οι Φιλισταίοι σκοτώνουν τον Σαούλ σε μια τίμια μονομαχία στην περιοχή κοντά στην πηγή Ιεζραέλ και κατορθώνουν να πάρουν τις πόλεις τους πίσω. Ο Δαβίδ, ο οποίος λέγεται ότι είχε νικήσει τον Γολιάθ (Καλεάδη) σε μονομαχία, κατεδίωξε τους Φιλισταίους από τη Γαβαά στη Γεζέρ και αργότερα κατέλαβε τη Γαθ και τα περίχωρά της. Ο Σολομών κατέλαβε τη γη των Φιλισταίων δηλητηριάζοντας τα νερά τους και στη συνέχεια οι εξασθενημένοι και αλλοτριωμένοι Φιλισταίοι υποτάχθηκαν στους Ασσυρίους, στους Αιγυπτίους, στους Βαβυλωνίους, στους Πέρσες και τελικά απελευθερώθηκαν από τους Ελληνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Από την εποχή της κατάκτησής τους από τους Ρωμαίους και μετά έπαψαν να αναφέρονται σαν ξεχωριστός λαός από τους ιστορικούς, αλλά αν σκεφθούμε την αιγυπτιακή επωνυμία τους Plst (Pelesata) και την παλαιοεβραϊκή Pelistim, ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΟΙ!
Σύμφωνα πάντα με την Παλαιά Διαθήκη, οι σημίτες γείτονες των Φιλισταίων τούς αποκαλούσαν Καφθωρίμ, επειδή προέρχονταν από τη νήσο Καφθώρ. Σε κείμενο της Βίβλου αναφέρεται η Κρήτη ως Kaftor, αλλά και οι μελετητές της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρουν ότι η νήσος Καφθώρ είναι η Κρήτη. Αντιστοίχως, σε άλλες γλώσσες της Μ. Ανατολής τούς συναντούμε ως Καπτάρα (Kaptara), ενώ οι Αιγύπτιοι αποκαλούσαν την Κρήτη με το παρόμοιο όνομα «Κεφτιού» (Keftiu). Εκφράσεις όπως «η χώρα Κεφτιού», «πλοία της χώρας Κεφτιού» και «έργα της χώρας Κεφτιού» αναφέρονται σε κείμενα που βρέθηκαν σε αιγυπτιακούς τάφους. Η ονομασία Κεφτιού μάλλον προέρχεται από την ονομασία keptor (κέπτωρ) που στα βαβυλωνιακά σημαίνει τοξότης. Η λέξη keptor έχει την ίδια ρίζα με τις λέξεις Κεφτιού και Καφθώρ. Η προσφώνηση Keftiu ίσως δηλώνει τη διαχρονική φήμη των Κρητών ως των καλύτερων τοξευτών, οπότε το όνομα της χώρας τους πιθανόν να δήλωνε τη «χώρα των τοξοτών». Εμμέσως στο κείμενο του Σαμουήλ (Α’ 13.20) υπάρχει επίσης αναφορά στην ειδίκευση των Φιλισταίων στη μεταλλουργία. Αλλά και σε αυτή την ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΑΡΜΑΤΩΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΟΛΙΑΘ (17:4-8, 17) βλέπουμε στοιχεία καθαρά μυκηναϊκά (μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τον 12ο αιώνα π.Χ., όπου οι Μυκηναίοι έχουν επικρατήσει επί δύο αιώνες στην Κρήτη): κράνος από ορείχαλκο (Koba), αλυσιδωτή πανοπλία (siryon), κοπίδα (kidon), ακόντιο με ορειχάλκινη αιχμή (hanit), δακτύλιο και κορδόνι σφεντόνας.
Με τις μεταναστεύσεις των Ελλήνων στην Παλαιστίνη (13ος - 11ος π.Χ), οι «λαοί της Πράσινης Θαλάσσης (= Αιγαίο Πέλαγος)» εγκαθίστανται στις συριακές ακτές, λαοί όπως οι Κρήτες (Χερεθίμοι βιβλικοί Χερεθίτες (<-- Χερεθι <-- Χερεθ = Κερετ = Κρετ --> Κρήτη)), οι Πελασγοί (εβραικά Φελεθίμ, αιγυπτιακά Πελεσέτ), άλλα και ποικίλες μικρότερες ομάδες «Αλλοφύλων», όπως π.χ οι λελεγικής προέλευσης Γιργασίτες, και οι αινιγματικοί απόγονοι γιγάντων, Νεφιλίμ ή Ρεφαΐμ, που στη συνέχεια θα ενωθούν άπαντες, σχηματίζοντας το έθνος των Φιλισταίων.
O Περεσέτ (= Πελασγός) "πρίγκηπας",
από τους αιχμαλώτους που προβάλλει στον οχυρωμένο ναό του,
το Μεντινετ Χαμπού, ο φαραώ Ραμσή Γ', της 20ης Δυναστείας
~ φοράει κεφαλοκάλυμμα τύπου μπερέ, σύνηθες για την απεικόνιση
Πελεσέτ (= Πελασγοί)
και Τζεκερ (= Τεύκροι & Τρώες) στην αιγυπτιακή τέχνη .
Aιγυπτιακή τοιχογραφία από το πέμπτο έτος της βασιλείας του φαραώ Ραμσή Γ' της 20ης Δυναστείας:
Βοηθώντας Λίβυο βασιλιά, Αχαιοί & Δαναοί πολεμιστές συμπαρατάσσονται και βαδίζουν σε μάχη εναντίον των Αιγυπτίων, μαζί με Λέλεγες (Σεκελες) και με αφρικανικούς Δαναούς (Σαρντανα).
Δαναοί [και Αχαιοί] πεζοναύτες καταδρομείς,
όπως έχουν απαθανατιστεί σε αιγυπτιακά μνημεία
Κύκνος
σε ακρόπρωρο πλοίου των
"λαών της Πράσινης Θαλάσσης",
όπως υποδεικνύουν αιγυπτιακά μνημεία
Οι Φιλισταίοι και οι Έλληνες ΙΙΙ
Προσφάτως ανακοινώθηκαν, από εβραίους αρχαιολόγους, τα ευρήματα των ανασκαφών της τελευταίας δεκαετίας στον Ασκάλωνα (Ashkelon), την παραθαλάσσια πόλη των Φιλισταίων στην περιοχή της Γάζας, νότια του Τελ Αβίβ. Τα ενεπίγραφα κεραμικά με χρώμα κόκκινο που βρέθηκαν ήταν αποτέλεσμα μιας καταστροφής της πόλης κατά τον 16ο αι. π.Χ. Οι ανασκαφές αυτές αποκάλυψαν ότι οι Φιλισταίοι είχαν αναπτύξει αξιόλογη αγγειοπλαστική τέχνη (ασκαλωναία κεράμια) και αξιόλογη αρχιτεκτονική κατασκευών.
Στον Ασκάλωνα οι ανασκαφείς εντόπισαν 19 ενεπίγραφα χρωματισμένα κεραμικά κομμάτια τα οποία αντιπροσωπεύουν ΜΙΑ ΜΟΡΦΗ ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ.
Οι ανασκαφείς υποστηρίζουν ότι μερικά από τα ευρήματα είναι δοχεία αποθήκευσης τα οποία έχουν μεταφερθεί πιθανόν από την Κύπρο και την Κρήτη και τα οποία έφθασαν στην αποικία του Ασκάλωνα με τους πρώτους κατοίκους ΓΥΡΩ ΣΤΟ 2000 π.Χ. Οι δε σημάνσεις και χαράγματα που υπάρχουν στα δοχεία αυτά μαρτυρούν ότι χαράχτηκαν αλλού, όχι στον Ασκάλωνα. Από αναλύσεις που έγιναν προκύπτει όμως ότι ένα από τα 19 ενεπίγραφα κεραμικά ευρήματα κατασκευάστηκε από τοπικό άργιλο, γεγονός το οποίο δείχνει ότι οι Φιλισταίοι πιθανόν μετέφεραν την ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΓΡΑΦΗΣ στη νέα τους αποικία.
Τα ενεπίγραφα ευρήματα παρουσιάστηκαν στο τεύχος του Μαρτίου του 2007 του αρχαιολογικού περιοδικού «The Israel Exploration Journal», από δύο ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΟΥ ΧΑΡΒΑΡΝΤ, τον Φρανκ Μουρ Κρος και τον Λόρενς Ε. Στέιτζ.
Ο δρ Κρος, ως ειδικός στις γλώσσες και στις διαλέκτους της Μέσης Ανατολής, αναφέρει ότι Η ΓΡΑΦΗ στα ευρήματα είναι ΑΙΓΑΙΑΚΗΣ προέλευσης και τη χαρακτήρισε κράμα κυπρο-μινωικής και Γραμμικής Α γραφής. Στη θέση αυτή συμφωνεί και ο επικεφαλής της ανασκαφής αρχαιολόγος δρ Στέιτζ.
Οι δύο αρχαιολόγοι επισημαίνουν ακόμη ότι τα ενεπίγραφα ευρήματα «αποκαλύπτουν για πρώτη φορά ότι οι πρώτοι φιλισταίοι κάτοικοι του Ασκάλωνα ΗΞΕΡΑΝ ΝΑ ΓΡΑΦΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ (από το 1600 π.Χ. !), ΣΕ ΜΗ ΣΗΜΙΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, που δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Ίσως να μην ήταν υπερβολικό να πούμε ότι οι επιγραφές είναι γραμμένες σε μια γραφή που η βάση της είναι η κυπρο-μινωική γραφή την οποία χρησιμοποίησαν και οι Φιλισταίοι. Εξετάζοντας τις επιγραφές αυτές, μάλλον ΕΞΕΤΑΖΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ». ΠΡΟΣΟΧΗ: από το 1600 π.Χ. (!)
Μετά το 700 π.Χ. οι Φιλισταίοι, κατακτημένοι με δηλητηριοχρησία από τους εβραίους, ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ την γραμμική συλλαβική τους γραφή με το φοινικικό αλφάβητο, έχασαν την ελληνική γλώσσα και ταυτότητα, ομιλούσαν σε μια παραφθαρμένη αραμαϊκή (συριακή) διάλεκτο και τελικά εκσημιτίσθηκαν.
Οι Φιλισταίοι και οι Έλληνες IV
Την 8η Φεβρουαρίου 1926 ο αείμνηστος πανεπιστημιακός δάσκαλος Παναγιώτης Μπρατσιώτης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έκανε μία μνημειώδη ομιλία, η οποία έγινε ως εναρκτήριο μάθημα στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οποία αποδέχεται, με ισχυρά και τεκμηριωμένα στοιχεία, την ελληνοκρητική καταγωγή των Φιλισταίων! Μάλιστα, σε υποσημείωσή του γράφει: «Διαφωτιστική οπωσδήποτε επί του προκειμένου είναι και η παρ’ Ομήρω (Οδύσσεια Τ 177) μαρτυρία καθ’ ην μεταξύ άλλων λαών κατοικούντων την παλαιάν Κρήτην ήσαν και οι Πελασγοί»!...
"Αρχόμενος των καθηγητικών μου εν τω ανωτάτω εθνικώ ημών πανδιδακτηρίω παραδόσεων, εκφράζω και εντεύθεν, κατ’ έθος τε ακαδημεικόν και κατά καθήκον, την βαθείαν μου ευγνωμοσύνην πρώτιστα μεν πάντων προς τον πατέρα των φώτων και παντός αγαθού δοτήρα, έπειτα δε προς τους εκθρέψαντάς με γονείς και διδασκάλους, προς την περίσεμνον των θεολόγων Σχολήν, την τιμήσασάν με ομοθύμως διά της ψήφου αυτής και προς την σεβ. Κυβέρνησιν, την εγκρίνασαν και κυρώσασαν την εκλογήν μου. Επ’ ίσης αισθάνομαι την υποχρέωσιν, όπως και κατά την επίσημον ταύτην στιγμήν μακαρίσω την μνήμην του προώρως το πανεπιστήμιον απορφανίσαντος σοφού και λίαν προσφιλούς μοι διδασκάλου Εμμανουήλ Ζολώτα, όστις ού μόνον πρώτος εδίδαξε το μάθημα της Βιβλικής Ιστορίας εν τη ημετέρα Σχολή, αλλά και εις εμέ αυτόν, μετά τον σεβ. Μοι καθηγητήν κ. Ν. Παπαγιαννόπουλον, εγένετο ο έτερος των δύο πρώτον άμα και πολυτίμων εις τον λαβύρινθον της βιβλικής επιστήμης χειραγωγών.
Εκ των σπουδαιοτάτων επιτευγμάτων της καθ’ όλου επιστήμης κατά την τελευταίαν ενενηκονταετίαν τυγχάνουσιν αναμφιλέκτως και αι εν τη παμμερεί εξερευνήσει της παλαιάς Εγγύς Ανατολής επιτελεσθείσαι αξιοθαύμαστοι πρόοδοι, αι οφειλόμεναι προς τοις άλλοις και εις το άφθονον φως, όπερ επί της ιστορίας της αρχαιότητος ακαταπαύστως επιχύνεται από των εν ταις χώραις εκείνη αρχαιολογικών ανασκαφών. Των δε προόδων τούτων, ως ήτο εύλογον, δεν παρέμεινεν άγευστος ουδέ η περί την Βίβλον επιστήμη. Και δη υπό το φως, όπερ διά της αρχαιολογικής σκαπάνης προέκυψεν, ου μόνον πλείστα όσα σημεία ιστορικά της Βίλου, της τε παλαιάς και της καινής, διευκρινούνται και κάλλιον κατανοούνται, αλλά και ουκ ολίγα υπ’ εκείνης εκτιθέμενα ή οπωσδήποτε μαρτυρούμενα ιστορικά γεγονότα περιφανή ευρίσκουσιν επιβεβαίωσιν. Ως εύγλωττον επί του προκειμένου παράδειγμα δύναται να χρησιμεύση κάλλιστα η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ, του εκ της μικράς μαθητικής ηλικίας γνωρίμου και ΑΣΥΜΠΑΘΟΥΣ ίσως ημίν, αλλ’ εκλεκτού και πολλαχώς σήμερον περισπουδάστου τούτου λαού, περί ου, ως και περί της δι’ αυτού διαδόσεως και καλλιεργίας του ΑΙΓΑΙΟΚΡΗΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΕΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ έσται ημίν σήμερον ο λόγος.
Περί των Φιλισταίων και του πολιτισμού αυτών πληροφορούσιν ημάς σήμερον, προς τη Π. Διαθήκη, κυρίως μεν τα αιγυπτιακά μνημεία και τα εν Παλαιστίνη και Κρήτη αρχαιολογικά ευρήματα, κατά δεύτερον δε λόγον τα ασσυριακά μνημεία, μάλιστα δε τα από των Ασαρχαδδών και Ασσουρβανιπάλ, ο Ιουδαίος ιστοριογράφος Ιώσηπος και ο ημέτερος Ηρόδοτος μετ’ άλλων τινών μεταγενεστέρων συγγραφέων (Στράβωνος, Διοδώρου του Σικελιώτου,
Πτολεμαίου, Λουκιανού κ.ά.)".
Οι Φιλισταίοι και οι Έλληνες VI
ΤΕΛΙΚΩΣ: ΟΙ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ ΗΤΑΝ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΠΙΟ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΠΟ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ.
(ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΓΟΛΙΑΘ – ΚΑΛΕΑΔΗ Ή ΚΑΛΛΙΑΔΗ).
Χαναάν σημαίνει «χώρα της πορφύρας», το όνομα δηλαδή προέρχεται από το ερυθρό χρώμα που εξάγεται από την επεξεργασία της πορφύρας. Στις επιστολές της Αμάρνα του 14ου αιώνα π. Χ. οι κάτοικοι της Χαναάν αποκαλούνται «Kinanuh» ή «kinahhu», δηλαδή «Χαναναίοι = Πορφυροί - κόκκινοι». Το ὄνομα Φοίνικες (=πορφυροί) δόθηκε στους Χαναναίους του Λιβάνου από τους Μυκηναίους (Φιλισταίους), οι οποίοι είχαν συνάψει, από το 1700 π.Χ. εμπορικές σχέσεις με τους λαούς της παράκτιας ζώνης της Παλαιστίνης και μετά πολλοί Αχαιοί είχαν ΜΟΝΙΜΑ εγκατασταθεί εκεῖ με το όνομα Φιλισταίοι, Πουλεσάτι, Πελασγοί. Για παράδειγμα ο γίγαντας Γολιάθ (=Καλεάδης) ήταν Φιλισταίος - Πελασγός, δηλαδή Μυκηναίος κάτοικος της Παλαιστίνης. Οι Φιλισταίοι–Μυκηναίοι μεταφράζοντας στη δική τους Ελληνική Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα τη σημιτική λέξη Kinanuh (= Χαναάν), ονόμασαν τους συγκατοίκους τους, της βόρειας Παλαιστίνης, Φοίνικες. Σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο η Φοινίκη (ο σημερινός Λίβανος) και η Παλαιστίνη μαζί ονομαζόταν και Χνα ( = Χαναάν).
Διαβάζοντας τον στίχο 17,4 - 17,7, από το βιβλίο των εβραίων «Βασιλειών Α’» που είναι η περιγραφή της αρματωσιάς του Γολιάθ (ΚΑΛΕΑΔΗΣ), νομίζει κανείς ότι διαβάζει ΙΛΙΑΔΑ.
« Καὶ ἐξῆλθεν ἀνὴρ δυνατὸς ἐκ τῆς παρατάξεως τῶν ἀλλοφύλων Γολιὰθ ὄνομα αὐτῶν ἐκ Γέθ, ὕψος αὐτοῦ τεσσάρων πήχεων καὶ σπιθαμῆς·
καὶ περικεφαλαία ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ θώρακα ἁλυσιδωτὸν αὐτὸς ἐνδεδυκώς, καὶ ὁ σταθμὸς τοῦ θώρακος αὐτοῦ πέντε χιλιάδες σίκλων χαλκοῦ καὶ σιδήρου·
καὶ κνημῖδες χαλκαῖ ἐπὶ τῶν σκελῶν αὐτοῦ, καὶ ἀσπὶς χαλκῆ ἀνὰ μέσον τῶν ὤμων αὐτοῦ·
καὶ ὁ κοντὸς τοῦ δόρατος αὐτοῦ ὡσεὶ μέσακλον ὑφαινόντων, καὶ ἡ λόγχη αὐτοῦ ἑξακοσίων σίκλων σιδήρου· καὶ ὁ αἴρων τὰ ὅπλα αὐτοῦ προεπορεύετο αὐτοῦ».
Μια αρχαιολογική ανακάλυψη (1996) στην περιοχή Tel-Miqne (Εκρών) της Χαναάν ρίχνει φως στην καταγωγή των Φιλισταίων. Μια αλφαβητική επιγραφή του 7ου αιώνα, γραμμένη στη Χαναανιτική, γράφει: «Ο ναός που αφιέρωσε ο Akhyaus (γιος του Padi, που ήταν γιος του Yasad, που ήταν γιος τουAda, που ήταν γιος του Yahar), βασιλιάς της Εκρών, στην PTNYH, την Κυρία του. Είθε να τον ευλογεί, να τον διαφυλάσσει, να μακραίνει τις μέρες του και να ευλογεί τη γη του».
Ο Akhyaus είναι γνωστός και από μια σύγχρονη ασσυριακή πηγή ως Ikausu. Το ίδιο όνομα με τη μορφή Achish φέρει και ένας βασιλιάς της Γκαθ, ο οποίος τοποθετείται από τη Βίβλο γύρω στα 1000 π.Χ. Το όνομα δεν είναι σημιτικό. Έχει προταθεί ως παράλληλο η λέξη Αχαιός. Σημιτικό δεν είναι και το Padi, το οποίο απαντά και σε συλλαβικές πινακίδες από τον ελληνικό χώρο, αν και η ακριβής ελληνική απόδοση του ονόματος είναι αμφίβολη λόγω της φύσης της συλλαβικής γραφής. Το όνομα της θεάς, στην οποία αφιερώνεται ο ναός, έχει προταθεί ότι είναι Πότνια, η Κυρία. Στην ταύτιση με την Πότνια οδηγούν και πήλινα ειδώλια (Ashdoda) που βρέθηκαν στις πόλεις των Φιλισταίων και εικονίζουν μια μυκηναϊκού τύπου καθιστή θεότητα. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ξάνθο το Λυδό ο Μόψος στην Ασκελών έριξε τη βασίλισσα Ατάργατη (ή Ατεργάτη) και το γιο της Ιχθύ σε μια γειτονική λίμνη, όπου και την έφαγαν τα ψάρια. Το όνομα Ατάργατις είναι παράλληλο με το όνομα Δερκετώ, μισή γυναίκα, μισή ψάρι, η οποία λατρευόταν στην ίδια λίμνη. Συνεπώς ο Ξάνθος θεωρεί τον Μυκηναίο Μόψο ιδρυτή αυτής της λατρείας.
Η ίδια, ωστόσο, επιγραφή δείχνει ότι οι Φιλισταίοι είχαν πια αφομοιωθεί στο πολιτιστικό περιβάλλον της περιοχής: δεν είναι γραμμένη στα Ελληνικά και όλα τα υπόλοιπα ανθρωπωνύμια είναι σημιτικά, γεγονός που δείχνει την ταχεία αφομοίωσή τους, παρά την ύπαρξη ορισμένων παραδόσεων που έδειξαν αντοχή στο χρόνο και για τις οποίες οι Φιλισταίοι ένιωθαν προφανώς υπερήφανοι.
ΑΥΤΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ.
Τώρα πώς μάθαμε από το σχολείο να μισούμε αυτόν τον λαό, να μισούμε μία ελληνική φυλή, έχει να κάνει με την γνωστή ιστορία.
Ο λαός αυτός κατηγορήθηκε και αναθεματίσθηκε εις τον αιώνα τον άπαντα, γιατί προσπάθησε να υπερασπισθεί την γη του, τα χωράφια του και το βιός του, από τον εισβολέα και άρπαγα περιούσιο λαό του θεού.-
Ζ. ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Αγαπητέ κ. Παπαζάχο διαβάζω τα άρθρα σας και οφείλω να ομολογήσω ότι είναι αρκετά κατατοπιστικά και με αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία.
ΑπάντησηΌμως στο παρόν άρθρο κάνετε αναφορά στην Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, πιστεύετε στην ύπαρξη της ως "μητέρα γλωσσών";
Aξιότιμε κ. Νικολάου.
ΑπάντησηΕυχαριστώ για τα καλά σας λόγια.
Είμαι ερασιτέχνης ιστορικός και «δημοσιολόγος». Είμαι σκληρά εργαζόμενος έλληνας πολίτης, πληρώνω και με το παραπάνω τους φόρους μου προς το «ελληνικό» κράτος και στις λίγες ελεύθερες ώρες μου προσπαθώ να ασχοληθώ με ιστορικά, φιλοσοφικά και κοινωνικά προβλήματα.
Το θέμα που θίγεται είναι μεγάλο και με ιδιαίτερο σημασία για μας, τους Έλληνες. Δεν σπούδασα ειδική γλωσσολογία.
Κανένας όμως μορφωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να αγνοήσει τα παρακάτω:
Σε όλες τις χώρες της γης, σε όλα τα πανεπιστήμια και τις γλωσσοφιλολογικές σχολές (και στις δικές μας), η ινδοευρωπαϊκή θεωρία είναι η μοναδική επικρατούσα γλωσσολογική θεωρία και όλες οι άλλες θεωρήσεις των πραγμάτων αντιμετωπίζονται με συγκαταβατικότητα, σκεπτικισμό, μπορεί και ειρωνικά χαμόγελα. Η «Ινδοευρωπαϊκή θεωρία» είναι σήμερα η μόνη αποδεκτή γλωσσολογική θεωρία από το σύνολο των σημερινών σημαντικών γλωσσολόγων. Όλα τα έγκυρα ελληνικά, αλλά και ξένα λεξικά, που κυκλοφορούν αυτήν την στιγμή (Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, Μπαμπινιώτη, Τεγόπουλου-Φυτράκη κτλ) ετυμολογούν τις λέξεις σύμφωνα με την γλωσσολογικές απόψεις της «Ινδοευρωπαϊκής θεωρίας».
Έτσι έχει λοιπόν η ιστορία αυτή, αυτά διδάσκονται επίσημα όλοι οι σπουδαστές της γλωσσολογίας.
Βλέπε:
Saussure, 1979, "Mαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας", εκδόσεις Παπαζήσης.
Γιαννάκης Γ., 2005: Οι Ινδοευρωπαίοι. Α. Γλώσσα και πολιτισμός. Αθήνα: Καρδαμίτσα.
Συμεωνίδης Χ., 1981: Ιστορικοσυγκριτική γραμματική των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Α. Γενική εισαγωγή. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδου.
Η «Ινδοευρωπαϊκη θεωρία» είναι αυτό που λέει: θεωρία.
Είναι η σημερινή ισχύουσα στα πανεπιστήμια γλωσσολογική και ιστορική θεωρία και ενισχύεται με διάφορα υποθετικά σενάρια και μοντέλα. Η ιστορία του κόσμου, του πολιτισμού και των γλωσσών όπως φαίνεται στα περισσότερα ιστορικά βιβλία και εγκυκλοπαίδειες, προσπαθεί να αναπλαστεί με βάση αυτήν την θεωρία, εφόσον αυτή είναι κοινώς αποδεκτή στον ακαδημαϊκό κόσμο.
Ονομάζεται θεωρία γιατί δεν έχει αποδειχθεί (με την θετική επιστημονική έννοια), όπως δεν έχει αποδειχθεί η «Εξέλιξη των ειδών» (βλ. Θεωρία της Εξελίξεως), η «Μεγάλη Έκρηξη» (βλ. Θεωρία του Μπιγκ Μπανγκ) κλπ και ίσως είναι αδύνατο να αποδειχθεί.
Η Επιστήμη όμως δεν είναι θεολογικό δόγμα. Δεν διεκδικεί το αλάθητο, ούτε την παντογνωσία. Κάθε θεωρία μπορεί να αμφισβητηθεί από κάποια καινούργια δεδομένα και από νέες εμπεριστατωμένες απόψεις. Ο καθένας είναι ελεύθερος να προτείνει μια άλλη εναλλακτική εξήγηση.
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Η «Ινδοευρωπαϊκή θεωρία» είναι γλωσσολογική και εθνολογική.
ΑπάντησηΤο 18ο αιώνα επιστήμονες φιλόλογοι παρατήρησαν για πρώτη φορά ομοιότητες στο λεξιλόγιο και τη δομή ανάμεσα στα ελληνικά, τα λατινικά και τα σανσκριτικά οπότε δημιουργήθηκε και ξεκίνησε η θεωρία της ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας και προέκυψε έτσι και η θεωρία της ινδοευρωπαϊκής ομοφυλίας. Σύμφωνα μ’ αυτήν σε μια ορισμένη περιοχή της Ευρασίας γεννήθηκε μία φυλή με ενιαία γλώσσα και στην συνέχεια διασπάρθηκε από τις Ινδίες μέχρι την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Πολλοί υποστηριχτές της θεωρίας πιστεύουν μόνο την γλωσσολογική της έκφανση. Δηλαδή ότι ορισμένοι λαοί, όχι κατ’ ανάγκη συγγενείς, ανάπτυξαν και μίλησαν από κοινού και για διάφορους λόγους αυτήν την γλώσσα.
Την άποψη πως κάποτε υπήρχε ένας ενιαίος λαός με κοινό πολιτισμό και κοινή γλώσσα, την επέβαλε η συγκριτική γλωσσολογία. Δηλαδή, εκείνος ο κλάδος της γλωσσολογίας που συγκρίνει δύο ή περισσότερες γλώσσες για να επισημάνει τα κοινά που υπάρχουν στη φθογγολογία (το σχηματισμό και το μετασχηματισμό των φθόγγων), τις κλίσεις (τις παρεκκλίσεις από ένα αρχικό και βασικό τύπο της λέξης — κι αυτό ακριβώς είναι η γραμματική, μια μελέτη των παρεκκλίσεων), τη λογική δομή του λόγου (είναι το αντικείμενο μελέτης του συντακτικού) και το λεξιλόγιο, δηλαδή τον πίνακα των λέξεων και των νοημάτων τους που χρησιμοποιεί μια γλώσσα. Μια άλλη γλώσσα ενδέχεται να μην έχει λέξεις με το ίδιο ακριβώς νόημα. Και επειδή αυτό συμβαίνει πάρα πολύ συχνά, η μετάφραση γίνεται μια πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση.
Στις αρχές του 18ου αιώνα, γερμανοί φιλόλογοι παρατήρησαν πως υπάρχει εμφανής σχέση ανάμεσα στη γερμανική, και κυρίως την αρχαία γερμανική (τη γοτθική) και την περσική. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο μεγάλος γερμανός γλωσσολόγος Φρ. Μποπ, που έκανε γνωστή στην Ευρώπη τη σανσκριτική γλώσσα, δηλαδή τη γλώσσα των ιερών ινδικών κειμένων, παρατήρησε πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στα σανσκριτικά και τα γερμανικά. Η σχέση ανάμεσα στα γερμανικά και τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες ήταν γνωστή από παλιότερα. Και επειδή από έναν αιώνα νωρίτερα ήξεραν πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στα γερμανικά και τα περσικά, εύκολα οι συγκριτικοί γλωσσολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα πως όλες οι γλώσσες που μιλιούνται από τη βόρειο Ινδία μέχρι την Πορτογαλία, έχουν μια μακρινή συγγένεια. Που όσο μακρινή κι αν είναι, είναι επιστημονικά αναμφισβήτητη.
Για να υπάρχει γλωσσική συγγένεια ανάμεσα σε λαούς τόσο απομακρυσμένους και διαφορετικούς, σημαίνει πως, τότε που δεν ήταν πολυάνθρωποι, ζούσαν στην ίδια περιοχή, μιλούσαν την ίδια γλώσσα, είχαν τα ίδια έθιμα και λάτρευαν τους ίδιους θεούς. Και να ο λαμπρός μύθος του «προθεού» Ιαπετού να ενώνει συμβολικά όλους αυτούς τους «προλαούς» της Ευρώπης και της Ασίας. Όσα τέκνα κι αν φάει ο Κρόνος της ιστορίας, πάντα η μητέρα Ρέα θα φυλάγει το σπέρμα απ' την καταστροφή. Γιατί περί γλωσσολογικών σπερμάτων ομιλούμε, όταν κάνουμε λόγο για κοινή γλωσσική και πολιτιστική καταγωγή όλων αυτών των προϊστορικών λαών. Και η κοινή γλωσσική ρίζα δεν είναι ούτε οι λέξεις, ούτε οι επιμέρους γραμματικοί και συντακτικοί κανόνες, αλλά η κοινή λογική που καθοδηγεί τους κανόνες, καθώς και η κοινή φθογγολογία. Που όσους «μουσικούς» μετασχηματισμούς κι αν υπέστη, διατηρεί πάντα τον πυρήνα του αρχικού ήχου που λέγεται ρίζα και ακρορίζιον. Οι ρίζες των λέξεων δεν είναι παρά η κοινή πολιτιστική ρίζα όλων αυτών των ξεριζωμένων απ' τις αρχικές τους εστίες λαών.
Δε μιλάμε, βέβαια, για όλες τις λέξεις μιας γλώσσας. Μιλάμε για λέξεις κλειδιά που δηλώνουν σχέσεις συγγένειας, ονόματα ζώων, ονόματα εργαλείων, ονόματα μετάλλων. Αν οι ρίζες αυτών των λέξεων είναι κοινές, αποκλείεται να μην είναι κοινός και ο αρχικός, ο «πυρηνικός» πολιτισμός. Δεν υπάρχουν παντού σ' αυτή την απέραντη περιοχή τα ίδια μέταλλα, τα ίδια ζώα, τα ίδια φυτά. Και όταν οι λέξεις που δηλώνουν συγγένεια είναι τόσο συγγενικές γλωσσικά, οι λαοί αποκλείεται να μην είναι συγγενείς, έστω και μακρινοί.
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Όλα αυτά δεν αμφισβητούνται. Υπήρξε πράγματι ένας λαός, τα άτομα του οποίου συμβατικά ονομάστηκαν από τους επιστήμονες Ινδοευρωπαίοι, «η ιαπετική ομοεθνία», και που διασπάστηκαν σε πάρα πολλά κομμάτια. Αμφισβητείται όμως ο τόπος της αρχικής καταγωγής τους και η αφετηρία της κίνησης τους. Τα αρχικά κομμάτια αυτής της μυστηριώδους και ασαφούς ομοεθνίας διασπάστηκαν και οι μεταλλάξεις τους δημιούργησαν τους σημερινούς λαούς της Ευρώπης και τους συγγενικούς μας λαούς της Ασίας, τους Ιρανούς, τους Κούρδους, τους Αφχανούς, τους Ινδούς, δηλαδή τους Ινδοευρωπαίους που βρίσκονται έξω απ' την Ευρώπη.
Κόλλησαν το «Ινδοί» κοντά στο «Ευρωπαίοι» οι ευρωπαίοι επιστήμονες, όχι γιατί οι Ινδοευρωπαίοι είναι κράμα Ινδών και Ευρωπαίων αλλά έτσι, εντελώς συμβατικά, για χατίρι της σανσκριτικής γλώσσας, που είναι ο γλωσσολογικός πυρήνας για την κατανόηση αυτού του εκπληκτικού πολιτιστικού και γλωσσικού φαινομένου. Οι Ριγκ Βέδες, τα ιερά κείμενα του Ινδουισμού, στην πραγματικότητα είναι συλλογές ύμνων που γράφτηκαν ανάμεσα στο 1.200 και το 1.000 π.Χ.. Πρόκειται για τα αρχαιότερα (μη ελληνικά) σωζόμενα γραπτά κείμενα της ιαπετικής (ινδοευρωπαϊκής) ομοεθνίας, που αποτελούν σταθερό σημείο αναφοράς για την σπουδαία και δύσκολη επιστήμη της συγκριτικής γλωσσολογίας. Αυτό σημαίνει λοιπόν η συντομογραφία «σκρ» που βρίσκουμε στα ετυμολογικά ελληνικά λεξικά. Σημαίνει λέξη με σανσκριτική, δηλαδή αρχαία ινδική ρίζα. Προσοχή, όμως, αυτό δε σημαίνει πως η λέξη κατάγεται απ' την ινδική γλώσσα. Σημαίνει μόνο πως κατάγεται από κει που κατάγεται και η ινδική γλώσσα, απ' την ιαπετική (ινδοευρωπαϊκή και για μας τους Έλληνες Ινδοελληνική). Γι' αυτό και στα ίδια λεξικά θα βρούμε επίσης και τη συγκοπή «ιαπ». Αυτό σημαίνει πως η λέξη είναι μεν ιαπετική, όμως δεν υπάρχει στις Ριγκ Βέδες.
Δεν έχει βρεθεί μέχρι σήμερα κανένα κείμενο στην «ινδοευρωπαϊκή γλώσσα», αλλά είναι δυνατή η ανακατασκευή των πρωτοριζών με τη βοήθεια της επιστήμης της συγκριτικής γλωσσολογίας, αν και υπάρχει μεγάλη διαφωνία μεταξύ των επιστημόνων γλωσσολόγων για το πως ακριβώς μιλιούνταν τα «ινδοευρωπαϊκά». Το 1868 ένας Γερμανός γλωσσολόγος δημιούργησε από ανακατασκευασμένες πρωτοϊνδοευρωπαϊκές λέξεις ένα σύντομο φανταστικό διήγημα στην ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που το ονόμασε 'το πρόβατο και τα άλογα'. Από τότε το διήγημα αυτό αναθεωρείται ανάλογα με τα νεότερα πορίσματα της επιστήμης για το πώς θα ακουγόταν αυτή η γλώσσα 6000 χρόνια πριν.
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ